- νεοσπάς
- νεοσπάς, ό και ἡ (Α)(ποιητ. τ.) αυτός που πριν από λίγο αποσπάστηκε ή αποκόπηκε, φρεσκοκομμένος («λούσαντες ἁγνὸν λουτρὸν ἐν νεοσπάσιν θαλλοῑς», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -σπάς (< θ. σπαδ- τού σπάω), πρβλ. οδυνο-σπάς].
Dictionary of Greek. 2013.